- εὐοδιάζω
- εὐοδ-ιάζω,A pass, insert in the right way, [καθετῆρα] Paul.Aeg.6.59:—Subst. [suff] εὐοδ-ιασμός, ὁ, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευοδιάζω — εὐοδιάζω (Α) [ευοδία] βάζω κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να εισχωρήσει εύκολα, να βρεί τον δρόμο του («λαβόντες οὖν... ἁρμόζοντα καθετῆρα εὐοδιάσωμεν αὐτόν», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek
εὐοδιάζουσιν — εὐοδιάζω pass pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐοδιάζω pass pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδιάσομεν — εὐοδιάζω pass aor subj act 1st pl (epic) εὐοδιάζω pass fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοδιασμός — εὐοδιασμός, ὁ (Α) [εὐοδιάζω] η ενέργεια τού εὐοδιάζω* … Dictionary of Greek
συνευοδιάζω — Μ βάζω σε καλό δρόμο, δίνω τη σωστή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐοδιάζω «βάζω σε καλό δρόμο»] … Dictionary of Greek
συνευοδιαζούσης — σύν εὐοδιάζω pass pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)